Ακάδ

Ακάδ
Περιοχή της Μεσοποταμίας, η οποία στα μέσα της τρίτης χιλιετίας ήταν επικεφαλής αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Περσία έως τη Μεσόγειο. Η ακαδική εποχή αποτελεί μια ενδιάμεση περίοδο μέσα στον σουμεριακό πολιτισμό, με τον οποίο συνδέεται ως προς τα ουσιαστικά στοιχεία της. Όσα γνωρίζουμε για την εποχή αυτή οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στις ανασκαφές της Νινευί και σε διάφορα έργα τέχνης που μετέφερε στα Σούσα, χίλια χρόνια αργότερα, ένας ελαμίτης κατακτητής. Οι επιγραφές που βρέθηκαν σε ακαδικά μνημεία μαρτυρούν μεγάλη φροντίδα για τη χρονική συνέχεια, αφού περιέχουν καταλόγους ετών. Η γλυπτική είναι αξιόλογη για τη λεπτότητα και την κίνηση, κάποτε και για τον μνημειακό της χαρακτήρα. Παρότι δεν σώζεται τίποτα από τους ναούς, των οποίων την ύπαρξη γνωρίζουμε μόνο από επιγραφές, το ανάκτορο του Ναράμ-Σιν κοντά στη Νινευί –με τις πέντε αυλές του, τα συνεχόμενα κτίρια και τον οχυρωμένο περίβολο πάχους 10 μ. με μία μόνο πύλη και με πύργους στις δύο πλευρές της– μας δίνει μια επιβλητική ιδέα της ακαδικής αρχιτεκτονικής. Η ακαδική γλώσσα, που είναι η παλιά σουμεριακή με σημιτικό τονισμό, ήταν η γλώσσα όλων των σημιτικών λαών που από τη νότια Μεσοποταμία εξαπλώθηκαν στις γύρω περιοχές, από την Καππαδοκία έως τον Περσικό κόλπο· τη δεύτερη χιλιετία χρησιμοποιήθηκε ως διεθνής και διπλωματική γλώσσα και την υιοθέτησαν ακόμα και οι φαραώ στις σχέσεις τους με άλλους λαούς. Aκαδική στήλη με αναπαράσταση της θριαμβευτικής νίκης του Ακάδιου βασιλιά Ναράμ-Σιν, εναντίον των ορεινών πληθυσμών Λουλούμπι (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι φωτ. Cicione).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Akademie, die — Die Akademīe, plur. die n, aus dem Griechischen ακαδƞμια, überhaupt ein Ort, wo so wohl Wissenschaften als auch Künste und Leibesübungen gelehret werden. Besonders, 1) eine hohe Schule oder Universität, weil das Landgut vor Athen, wo Plato ehedem …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αγορασιμιός — ά, ό αγοραστός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδ. Αθ., από *ἀγορασιμαῖος πρβλ. βαφτισιμιός, αναδεξιμιός κ.λπ. βλ. Χατζιδάκι στην «Αθηνά» 22, 1910, σ. 240 κ. Εξ.] …   Dictionary of Greek

  • αερομέλι — το (Α ἀερόμελι, ιτος) μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» …   Dictionary of Greek

  • ακαδημαϊκός — ή, ό (Α ἀκαδημαϊκός, ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία* φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές» 2. ως ουσ. εταίρος, μέλος τής Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος) 3. αυτός που ανήκει ή …   Dictionary of Greek

  • μέσκος — μέσκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… …   Dictionary of Greek

  • Ακκάδ — Βλ. λ. Ακάδ …   Dictionary of Greek

  • Αλαλάχ ή Αλαλάκ — Αρχαία πόλη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, στη θέση του σημερινού Τελ Ακάνα. Υπήρξε διαδοχικά βασίλειο υποτελές του Ακάδ (1800 1600 π.Χ.), πρωτεύουσα του βασιλείου Μονκίς, υποτελής του βασιλείου Μιτάνι έως την τελική κατάκτησή του από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελάμ — Βιβλική ονομασία της ιστορικής περιοχής, η οποία βρισκόταν στην ανατολική όχθη του κάτω ρου του Τίγρη· η ΕλυμαΐςΕλυμαία των αρχαίων Ελλήνων και η Σουσιανή των Ρωμαίων. Το πιο γνωστό κέντρο της ήταν τα Σούσα, που ήταν και η πρωτεύουσά της για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”